ιλάσκομαι

ιλάσκομαι
ἱλάσκομαι (ΑΜ)
1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω
2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω
3. εξαγνίζω
4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι
α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων
β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *σι-σλά-σκ-ομαι που εμφανίζει αναδιπλασιασμό (*σι- > *hi- > -), θ. -σλᾰ
(το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *slә- τής ΙΕ ρίζας *selә- «ευνοϊκός, καλής διαθέσεως - κατευνάζω») και επίθημα -ση- (< *ske / o). Στην αναγωγή τού ρ. ἱλάσκομαι σε θ. -σλα- οδηγούν οι αιολ. τ. προστ. παρακμ. ἔλλᾱθι, ἔλλατε (< *σε-σλă-θι / -τε). Η μακρότητα τού -- τού ἔλλαθι (το -α- τού ἱλάσκομαι είναι βραχύ) πρέπει να είναι υστερογενής. Οι παράλληλοι τ. τού ενεστ. ἱλάσκομαι: ἵλαμαι, ἱλάομαι ἔχουν το - βραχύ, ενώ στο ἱλάσκομαι το - είναι μακρό. Εικάζεται ότι αυτοί οι τ. οδηγούν σε ένα αρχ. ρ. *ἕλαμαι (*ε- > ι-). Βραχύ ĭ- εμφανίζουν και άλλοι τ. τής λεξιλογικής ομάδας τού ἱλάσκομαι, που μπορεί να ερμηνευθεί ως υποκατάστατο ενός αρχικού *ε- (πρβλ. ἱλαρός < *ἑλαρός, ἱλάειρα < ἑλάειρα). Παράλληλα όμως άλλοι τ. έχουν μακρό ι- (πρβλ. μέλλ. ἱλά[σ]σομαι, αόρ. ἱλά[σ]σασθαι, επίθ. ἵλεως). Στον Όμηρο μαρτυρείται προστ. ἵληθι, τής οποίας το ι- ερμηνεύεται είτε ως αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν μεταπλασμού από έναν τ. προστ. παρακμ. *εἵλαθι, ο οποίος επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού Ησύχ. εἵληθι
ἵλεως γίνου.
ΠΑΡ. ιλαρός, ιλαστήριος, ίλεως
αρχ.
ιλάειρα, ιλάεις, ίλαος, ιλάς, ιλασία, ιλάσιμος, ίλασμα, ιλασμός, ιλαστής
μσν.
ιλατεύω.
ΣΥΝΘ. (Β΄ συνθετικό) αρχ. αφιλάσκομαι, εξιλάσκομαι, προϊλάσκομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱλάσκομαι — ἱ̱λάσκομαι , ἱλάσκομαι appease pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλάσθην — ἱ̱λά̱σθην , ἱλάομαι imperf ind mp 3rd dual ἱ̱λά̱σθην , ἱλάομαι imperf ind mp 3rd dual (homeric ionic) ἱ̱λάσθην , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 3rd dual ἱ̱λάσθην , ἱλάσκομαι appease aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἱ̱λάσθην , ἱλάσκομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπίλασ' — ὑπί̱λασο , ὑπό ἱλάσκομαι appease aor imperat mid 2nd sg (ionic) ὑπί̱λασο , ὑπό ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (ionic) ὑπί̱λασο , ὑπό ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg (ionic) ὑπί̱λασαι , ὑπό ἱλάσκομαι appease pres ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλάσκεσθ' — ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάομαι imperf ind mp 2nd pl (epic ionic) ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd pl ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd pl ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease pres ind mp 2nd pl ἱ̱λάσκεσθαι , ἱλάσκομαι appease… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλάσκεσθε — ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάομαι imperf ind mp 2nd pl (epic ionic) ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd pl ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd pl ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease pres ind mp 2nd pl ἱ̱λάσκεσθε , ἱλάσκομαι appease… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵλασο — ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease aor imperat mid 2nd sg ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλασκόμεθα — ἱ̱λασκόμεθα , ἱλάομαι imperf ind mp 1st pl (epic ionic) ἱ̱λασκόμεθα , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 1st pl ἱ̱λασκόμεθα , ἱλάσκομαι appease pres ind mp 1st pl ἱ̱λασκόμεθα , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλάσκεο — ἱ̱λάσκεο , ἱλάομαι imperf ind mp 2nd sg (epic ionic) ἱ̱λάσκεο , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἱ̱λάσκεο , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἱ̱λάσκεο , ἱλάσκομαι appease imperf ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλάσκευ — ἱ̱λάσκευ , ἱλάομαι imperf ind mp 2nd sg (epic ionic) ἱ̱λάσκευ , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) ἱ̱λάσκευ , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ἱ̱λάσκευ , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλάσκου — ἱ̱λάσκου , ἱλάομαι imperf ind mp 2nd sg (epic) ἱ̱λάσκου , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἱ̱λάσκου , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἱ̱λάσκου , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”